πάρολκος

πάρολκος
ο, ΝΑ [παρέλκω]
ναυτ. χοντρό σχοινί με το οποίο ρυμουλκούνται πλοία ή άλλα πλωτά μέσα από την ξηρά ή από πλοίο που βρίσκεται στην παραλία ή στην όχθη ποταμού, ή λίμνης ή διώρυγας, κν. γεντέκι
νεοελλ.
1. πρόσθετος ολκός μεγάλης κεραίας που προστίθεται σε ώρα κακοκαιρίας για να ενισχύσει τους κυρίως ολκούς, κν. κοντραμπράτσο
2. μικρό σχοινί που είναι μόνιμα δεμένο κατά μήκος τής πλευράς τού πλοίου από τον λεμβούχο ή από την παρειά τού πλοίου για διευκόλυνση τής παραλαβής ή τής απομάκρυνσης τών λέμβων, κν. βαρδαμάνα τής μπάντας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρόλκῳ — πάρολκος tow rope masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόλκιον — τὸ Α [πάρολκος] υποκορ. τού πάρολκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”